Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ εὔτονον καὶ ς

См. также в других словарях:

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • υποκονίω — Α 1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.) 2. μέσ. ὑποκονίομαι (για… …   Dictionary of Greek

  • εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… …   Dictionary of Greek

  • GRAVIS — proprie dicitur res, quae tactum contundit et premit, Graece βαρὺ: sicut acutum seu ὁξὺ dicitur, quod eum pungit ac stimulat. Hinc vox translata, ad odores, in quibus grave dicitur, non tam quod fetet, quam quod fortiter ac vehementer olet, cui… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»